Η τίγρης

 Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π' όλο με περιμένει
κι όλο την καρτερώ,
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει
καιρό με τον καιρό...............................




Η πανέμορφη τίγρη με τα υπέροχα χρώματα, καθόταν κάτω από το δέντρο και με κοιτούσε. Ακόνιζε τα νύχια της και το βλέμμα της ήταν σκοτεινό.
Με ζύγιαζε , προσπαθώντας να αποφασίσει αν θα με έτρωγε, αν θα ήμουν η λεία της ή αν θα με άφηνε να φύγω,αλλά χωρίς αντάλλαγμα;
"Γιατί ήρθες σε αυτό το δάσος, το οποίο είναι δικό μου λημέρι;", με ρώτησε...
"Πίστεψα πως μπορούμε να ζήσουμε μαζί και αρμονικά, να είμαστε κοντά κοντά χωρίς να ενοχλούμε η μία την άλλη", της απάντησα.
"Ήμαστε κάποτε ένα, εγώ και εσύ,ζούσαμε μαζί τα πάντα,αλλά μετά....Μετά εσύ χάθηκες σ'έναν άλλο κόσμο", μου είπε.
Την κοίταξα έκπληκτη."Εμείς οι δύο;Μα τι λες;Εγώ τώρα μπήκα σ' αυτή την τοποθεσία, ούτε καν ήξερα πως υπάρχει αυτό το μέρος και εσένα σε βλέπω για πρώτη φορά!", φώναξα.
"Είσαι σίγουρη;Για σκέψου πιο καλά, προσπάθησε να θυμηθείς και να συγκεντρωθείς", μου είπε.
"Δεν σου θυμίζει τίποτα αυτό το μέρος;Το φως που πέφτει στο ποτάμι;Οι φωνές των ζώων;Το θρόισμα των φύλλων;Ο αχός των σκέψεων;Κλείσε τα μάτια και σκέψου..."
Την κοίταξα, ανήμπορη να αντιδράσω,σφάλισα τα βλέφαρα και τότε......
Έγινε κάτι περίεργο....Άρχισα να βλέπω εικόνες να περνούν πίσω από τα ματόκλαδα μου, να στροβιλίζονται περίεργες σκηνές, σαν δερβίσηδες, σε έναν αλλόκοτο χωροχρόνο....
Εγώ,μικρή, με αφέλειες και κοτσιδάκια, με μια ζιπ-κιλότ και ένα ταιριαστό μπλουζάκι, περπατούσα δίπλα από την τίγρη, που ήταν πάντα όμορφη και αγέρωχη και γελούσα. Ο αέρας μου φυσούσε τα μαλλιά, το δάσος ήταν πανέμορφο και καταπράσινο- το ίδιο δάσος;- και  εμείς παίζαμε με τα φύλλα των λουλουδιών.
Το αξιοσημείωτο σ'αυτή την εικόνα, σε αυτό το φλας-μπακ, ήταν πως ήμαστε σαν ένα, σαν σώμα και ψυχή, σαν κορμί και σκέψεις αντάμα...Σαν μία ουσία, σαν κορμός με τα κλαδιά....
Άνοιξα τα μάτια μπερδεμένη και έκπληκτη."Ποια είσαι;", ρώτησα.
"Αυτό που έχεις χάσει χρόνια τώρα, χαμένη στην ιδεολογία σου, στην πεποίθησή σου ότι τα καταφέρνεις όλα, στη μανία σου να παλεύεις μόνη σου...", μου είπε και διέκρινα έναν τόνο πόνου στη φωνή της.
"Τι;τι εννοείς;", φώναξα , ενώ ένα βάρος με παίδευε μέσα μου,  ένιωθα μια πέτρα στο στομάχι, ένα αδιόρατο φόβο, διαισθανόμουν ένα μαύρο σύννεφο να με σκιάζει....
"Τι;μα δεν καταλαβαίνεις;", γέλασε σαρκαστικά...και συνέχισε,"μα....Τον ΕΑΥΤΟ σου, τον φοβάσαι, δεν θες να τον αντικρύσεις, κρύβεσαι πίσω από  χαμόγελα και ψεύτικες αισιοδοξίες, για να μην καταρρεύσεις,για να μην λυγίσεις. Αυτό είμαι εγώ, ο πραγματικός σου εαυτός, που κρύβεις και μισείς."
"Και...και", τραύλισα, "γιατί μου εμφανίζεσαι τώρα έτσι ξαφνικά;Γιατί με βασανίζεις έτσι,γιατί μου θέτεις το δίλημμα του να με φας ή να μ'αφήσεις να φύγω αλλά με κάποιο αντίτιμο;"
"Γιατί είσαι ήδη νεκρή!!!", μου είπε και με κοίταξε με θυμό, "δεν το καταλαβαίνεις;"
"Ξύπνα πια!!!!"
Ένιωσα να παγώνει όλο μου το είναι, να πετρώνω, να μην μπορώ να κουνηθώ...............με κοιτούσε απειλητικά, σαν να ήταν έτοιμη να μου επιτεθεί, να με λιανίσει, στο βάθος των ματιών της έκαιγε μια φλόγα που όμως δεν ήταν μίσος,αλλά ανησυχία.Αυτό με έκανε να ανατριχιάσω και μου φάνηκε χειρότερο από το να έβλεπα μέσα της απέχθεια.
Ούρλιαξα και όρμησα κατά πάνω της, ήθελα να την πιάσω και να την ξεσκίσω.......
Τότε..................................................................................................................................................................
Ξύπνησα, σιγομουρμουρίζοντας τον εξής σκοπό:




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο αέρας της πόλης

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει, όμως εγώ, δεν παραδέχτηκα την ήττα...

Η δύναμη της ουτοπίας...