Κόλαση με τόσο φως, δεν το περίμενα...
Σε μία χώρα που το φως είναι παντού, οι αχτίδες του ήλιου τρυπώνουν σε κάθε χαραμάδα καίγοντας ανελέητα ότι βρεθεί στο διάβα τους, τα βότσαλα στραφταλίζουν και τα τσιμέντα ανάβουν, συμβαίνει κάτι οξύμωρο. Κηλίδες σκοταδιού αρχίζουν να σταλάζουν στις καρδιές των ανθρώπων, στο βλέμμα τους, στη σκέψη τους, ακόμα και στη σκιά τους. Ρανίδες ανησυχίας πλημμυρίζουν το είναι τους, έχιδνες αμφιβολίας εναποθέτουν τα αυγά τους στον κόρφο τους. Κρύβονται στις σκιές των απογοητεύσεών τους, γλείφοντας το αίμα των παλιών ονείρων τους. Βάφουν τον ουρανό γκρι κι ας έχουν μία τεράστια παλέτα με χρώματα στην άκρη των δαχτύλων τους. Σπάζουν τα χέρια τους για να μην αγγίξουν ο ένας τον άλλον, βγάζουν τα μάτια τους για να μη δουν την ελπίδα και αυτοκτονήσουν. Κόβουν τη γλώσσα τους για να μην υποστηρίξουν το δίκιο, τους είναι πιο απλό να μη μιλάνε. Αλλά μέσα τους κάτι σαλεύει, δεν τους αφήνει να κοιμηθούν κι ας έχουν σφαλίσει όλα τα παράθυρα κι ας έχουν φράξει τα αυτιά τους με βουλοκέρι. Κάτι τους...