Κυνηγώντας Χίμαιρες......
Θυμάρι μύριζε παντού και τον τύλιγε το άρωμα της νέας αρχής... Οι φωτιές που ξεπηδούσαν από την ψυχή του, ζέσταιναν την κρύα νύχτα...
Πολλές φορές διάβαζε ένα βιβλίο και δάκρυζε με μερικές λέξεις, με μερικές εικόνες,με μερικούς ήχους που φανταζόταν πως άκουγε καθώς γύριζε τις σελίδες. Άλλες φορές ξαγρυπνούσε περιμένοντας το φως της αυγής και όταν προέβαλαν τα χρώματα της χαραυγής, ο ύπνος καλωσόριζε τα βλέφαρά του σαν βάλσαμο...
Γελούσε σαν παιδί όταν συζητούσε με αγαπημένα πρόσωπα, έκλαιγε σαν βρέφος όταν τον άγγιζε η αδικία πάνω του, δίπλα του και ολούθε. Αγαπούσε την αγρύπνια της ψυχής, τα τραγούδια της πάλης, την δημιουργία οραμάτων και το δόσιμο της ενέργειας του σε καθετί που ωθούσε τον κόσμο στο καινό.
Όμως δεν άντεχε να ριζώνει κάπου και ας ήθελε κάποτε να απλώσει τα κουρασμένα του μέλη σε ένα σπιτάκι με αυλή, κάπου κοντά σε μια καταγάλανη θάλασσα, παρέα με τον πιο όμορφο για αυτόν άνθρωπο και να μείνει εκεί ζητώντας μόνο οι χίμαιρές του, αυτές που τόσα χρόνια ακολουθούσε, να τον άφηναν ήσυχο.
Προς το παρόν, όμως, αυτό δεν του ήταν εύκολο, για αυτό έψαχνε και άλλους δρόμους, άλλα μέρη, άλλους ανθρώπους, άλλες αγκαλιές, άλλα φιλιά αν και μόνο ένα θα αρκούσε για να μείνει εκεί...Ένα μόνο "μείνε", "σε έχω ανάγκη", θα σταματούσε αυτή την ατέρμονη φυγή. Τότε θα σβήνονταν από τους χάρτες οι νέοι προορισμοί, οι βυθοί θα παρέμεναν εκεί βουβοί, τυλιγμένοι στο σκοτάδι τους. Μόνο μια ανεμόσκαλα από φως δίπλα από το κύμα.....
Πολλές φορές διάβαζε ένα βιβλίο και δάκρυζε με μερικές λέξεις, με μερικές εικόνες,με μερικούς ήχους που φανταζόταν πως άκουγε καθώς γύριζε τις σελίδες. Άλλες φορές ξαγρυπνούσε περιμένοντας το φως της αυγής και όταν προέβαλαν τα χρώματα της χαραυγής, ο ύπνος καλωσόριζε τα βλέφαρά του σαν βάλσαμο...
Γελούσε σαν παιδί όταν συζητούσε με αγαπημένα πρόσωπα, έκλαιγε σαν βρέφος όταν τον άγγιζε η αδικία πάνω του, δίπλα του και ολούθε. Αγαπούσε την αγρύπνια της ψυχής, τα τραγούδια της πάλης, την δημιουργία οραμάτων και το δόσιμο της ενέργειας του σε καθετί που ωθούσε τον κόσμο στο καινό.
Όμως δεν άντεχε να ριζώνει κάπου και ας ήθελε κάποτε να απλώσει τα κουρασμένα του μέλη σε ένα σπιτάκι με αυλή, κάπου κοντά σε μια καταγάλανη θάλασσα, παρέα με τον πιο όμορφο για αυτόν άνθρωπο και να μείνει εκεί ζητώντας μόνο οι χίμαιρές του, αυτές που τόσα χρόνια ακολουθούσε, να τον άφηναν ήσυχο.
Προς το παρόν, όμως, αυτό δεν του ήταν εύκολο, για αυτό έψαχνε και άλλους δρόμους, άλλα μέρη, άλλους ανθρώπους, άλλες αγκαλιές, άλλα φιλιά αν και μόνο ένα θα αρκούσε για να μείνει εκεί...Ένα μόνο "μείνε", "σε έχω ανάγκη", θα σταματούσε αυτή την ατέρμονη φυγή. Τότε θα σβήνονταν από τους χάρτες οι νέοι προορισμοί, οι βυθοί θα παρέμεναν εκεί βουβοί, τυλιγμένοι στο σκοτάδι τους. Μόνο μια ανεμόσκαλα από φως δίπλα από το κύμα.....
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου